ὀζώδης — having branches masc/fem acc pl (attic epic doric) ὀζώδης having branches masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ὀζώδης having branches masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀζωδέστερον — ὀζώδης having branches adverbial comp ὀζώδης having branches masc acc comp sg ὀζώδης having branches neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀζώδη — ὀζώδης having branches neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀζώδης having branches masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀζώδης having branches masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀζῶδες — ὀζώδης having branches masc/fem voc sg ὀζώδης having branches neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀζώδεις — ὀζώδης having branches masc/fem acc pl ὀζώδης having branches masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀζωδέστερα — ὀζώδης having branches neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
κίρρωση — Προοδευτική αναπαραγωγή του συνδετικού ιστού ενός οργάνου, η οποία τις περισσότερες φορές οφείλεται σε χρόνια φλεγμονή. Ο όρος κ. χρησιμοποιείται συχνότερα για την κ. του ήπατος, χρόνια πάθηση κατά την οποία το ήπαρ χάνει τη φυσιολογική λοβιώδη… … Dictionary of Greek
λέπρωμα — το ιατρ. οζώδης σχηματισμός, κυρίως τού δέρματος, που χαρακτηρίζει τη λεπροματώδη μορφή τής λέπρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. leprome < υστερολατ. lepra (< λατ. leprae < λέπρα) + κατάλ. ome. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον… … Dictionary of Greek